καταχρεώνω

καταχρεώνω
καταχρέωσα, καταχρεώθηκα, καταχρεωμένος, επιβαρύνω κάποιον με πολλά χρέη: Τον καταχρέωσε τον άντρα της με τα λούσα της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταχρεώνω — [κατάχρεος] 1. επιβαρύνω κάποιον με πολλά χρέη, τόν χρεώνω βαριά 2. μέσ. καταχρεώνομαι είμαι πνιγμένος στα χρέη, χρωστώ πολλά, είμαι καταχρεωμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”